- πηλός
- ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παλός, Α1. μίγμα αργιλικών, κατά βάση, χωμάτων,ζυμωμένο με νερό μέχρι να γίνει πυκνόρρευστος πολτός, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πήλινων αγγείων, τούβλων, κεραμιδιών κ.ά. αντικειμένων2. η λάσπη που σχηματίζεται από το νερό τής βροχής ή από αυλάκι που ξεχειλίζει3. η ύλη από την οποία, σύμφωνα με τη Βίβλο, κατασκευάστηκε ο άνθρωποςνεοελλ.1. (πετρογρ.) κλαστικό ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από άργιλο — πλούσια σε λεπτόκοκκη χαλαζιακή άμμο— και υδροξείδια τού σιδήρου2. φρ. α) «πυρίμαχος πηλός» — πηλός που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίεςβ) «μέθοδος μαλακού πηλού» — μέθοδος μηχανοποιημένης απομίμησης τών χειροποίητων οπτοπλίνθων, τών τούβλωνγ) «μέθοδος σκληρού πηλού» — μέθοδος παραγωγής οπτοπλίνθωνδ) «ασβεστούχος πηλός» — βλ. ασβεστούχοςαρχ.1. είδος αργιλώδους γης που χρησιμοποιούσαν αντί για σαπούνι2. πήλινο ποτήρι3. πηχτό ή θολό κρασί, κατακάθι4. (για πρόσ.) ηλίθιος, βλάκας5. φρ. «ἔξω κομίζω πηλοῡ πόδα» — βγαίνω απ' τις δυσκολίες.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι η λ. συνδέεται με το λατ. palus «έλος, τέλμα» και το ρ. palleo «είμαι πελιδνός, κάτωχρος» (πρβλ. πελιός). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το λατ. squālus «καλυμμένος με πηλό» και το αρχ. σλαβ. kalŭ «πηλός», ενώ, σύμφωνα με άλλη άποψη, πρόκειται για πελασγικό δάνειο που συνδέεται με το πλίνθος και το λιθουαν. bala «τέλμα, έλος». Ο τ., τέλος, που παραδίδει ο Ησύχ. «πάσκοςπηλός» οδήγησε ορισμένους να αναγάγουν τη λ. σε αμάρτυρο τ. *πάσ-λος].
Dictionary of Greek. 2013.